Του Γιάννη Μπασκάκη
Σε τραγική κατάσταση έχουν οδηγήσει τη χώρα οι συνεχιζόμενες κυβερνητικές παλινωδίες με την πανδημία ● Κραυγαλέες αντιφάσεις στα μέτρα που (δεν) λαμβάνονται ● Οι δηλώσεις του Κυρ. Μητσοτάκη και του Ακη Σκέρτσου που δείχνουν ότι η κυβέρνηση σε όλη τη διάρκεια του 2021 βρισκόταν… αλλού.
Eνας χρόνος φεύγει αλλά στο ζήτημα της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα από τις αρχές του 2021. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να περιγράψει κάνεις τι κάνει η κυβέρνηση έναν χρόνο τώρα απέναντι στην υγειονομική κρίση από το να κοιτάξει απλώς τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Τι είδαμε τις τελευταίες μέρες του χρόνου;
Την κυβέρνηση να έχει για άλλη μια φορά χάσει κάθε έλεγχο της πανδημίας που καλπάζει αχαλίνωτη, προκαλώντας ένα πρωτοφανές τσουνάμι κρουσμάτων, και παρ’ όλα αυτά το μέγαρο Μαξίμου να επιδίδεται ξανά σε αλλεπάλληλες παλινωδίες και αυτοαναιρέσεις, απλώς και μόνο για το πότε θα εφαρμόσει ορισμένα, κατόπιν εορτής και απολύτως ανεπαρκή για την παρεμπόδιση της εξάπλωσης του ιού, μέτρα, τα οποία μόλις λίγες μέρες νωρίτερα ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε αποκλείσει ότι σ’ αυτή τη φάση θα πάρει.
Και βέβαια η σημερινή κατάσταση φέρνει ξανά στον νου όλες τις φορές που ο Κυριάκος Μητσοτάκης προανήγγειλε το υποτιθέμενο τέλος της πανδημίας, στέλνοντας έτσι μήνυμα χαλάρωσης και εφησυχασμού στους πολίτες, με πιο χαρακτηριστική τη γνωστή δήλωσή του για το «τελευταίο μίλι», στο οποίο σύμφωνα με τον πρωθυπουργό μπαίναμε πριν από 11 ολόκληρους μήνες. 9 Φεβρουαρίου 2021 είναι η ημερομηνία της δήλωσης και ο κ. Μητσοτάκης έλεγε ότι «στο δίμηνο που ακολουθεί η βεντάλια των περιορισμών ενδεχομένως θα ανοίγει και θα κλείνει ανάλογα με τα επίπεδα του συναγερμού. Από μας εξαρτάται τι θα συμβαίνει κάθε φορά.https://2ce774a3f1a919f6af973a235887d11a.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-38/html/container.html
Ομως είναι και το τελευταίο μίλι προς την ελευθερία». Βρισκόμασταν ακόμα τότε στην αποδεδειγμένα αποτυχημένη πολιτική του υβριδικού αυτού αέναου λοκντάουν που ονομάστηκε «ακορντεόν» και το οποίο εφαρμόστηκε από το δεύτερο κύμα της πανδημίας και μετά. Πρόκειται για μια πολιτική που και δεν είχε σχέση με το επιτυχημένο, κανονικό, σκληρό λοκντάουν του πρώτου κύματος, αλλά και βύθιζε τη χώρα σε μια πολύμηνη περίοδο ατέρμονων απαγορεύσεων που προκαλούσαν αφόρητη κόπωση στην κοινωνία.
Το αποτέλεσμα ήταν η κυβέρνηση να βρεθεί στο απόλυτο αδιέξοδο και να υποχρεωθεί τελικά να αλλάξει στρατηγική και να επιλέξει το μαζικό άνοιγμα των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, χωρίς βέβαια η πανδημία να έχει τελειώσει και χωρίς η χώρα –με κυβερνητική ευθύνη– να διαθέτει επιδημιολογική ετοιμότητα, όπως είχαν ζητήσει οι ειδικοί, αλλά ούτε και τα απαιτούμενα μέτρα (π.χ. στους χώρους δουλειάς ή στα ΜΜΜ).
Τα μηνύματα που έστελνε η κυβέρνηση ήταν μηνύματα χαλάρωσης, αφού μιλούσαν για υποτιθέμενη «επιστροφή στην κανονικότητα», με τον πρωθυπουργό στις 20.4.2021 να υποστηρίζει ότι «η υγειονομική κρίση με το έναν ή τον άλλο τρόπο φτάνει στο τέλος της» και να μιλά για έναρξη επιστροφής «σε ρυθμούς κανονικότητας», θέτοντας ως «ημερομηνία ορόσημο» τα μέσα Μαΐου και το άνοιγμα του τουρισμού. Η κυβέρνηση είχε ποντάρει τα ρέστα της στον καλό καιρό, στην περιβόητη «ατομική ευθύνη» –πίσω από την οποία επιχειρούσε να κρύψει τη δική της–, αλλά και στον εμβολιασμό, τον οποίο μέχρι σήμερα ακόμα δεν έχει βέβαια κατορθώσει να φτάσει στα επίπεδα που χρειαζόταν για το τείχος ανοσίας.
Το εμβόλιο
Απέτυχε να πείσει τους δύσπιστους πολίτες για το πόσο σημαντικό είναι να εμβολιαστούν και, αντί να επενδύσει στην πειθώ, στράφηκε σε τιμωρητικές λογικές και μέτρα κατά των ανεμβολίαστων, στους οποίους επιχείρησε να μεταθέσει την ευθύνη της δικής της αποτυχίας, ρίχνοντας όμως έτσι νερό στον μύλο των συνωμοσιολόγων εμβολιομάχων. Και ενώ επέβαλε υποχρεωτικότητα εμβολιασμού στους υγειονομικούς –και μάλιστα με την τιμωρητική συνέπεια της αναστολής εργασίας–, έκλεινε το μάτι στους ένστολους και δη στους αστυνομικούς ότι ειδικά αυτοί δεν είναι απαραίτητο να εμβολιαστούν, καθώς τους κατέτασσε στην εκλογική της πελατεία –όπως άλλωστε και την Εκκλησία, στην οποία μονίμως επιφυλάσσει διακριτική μεταχείριση–, με τον υπουργό Επικρατείας Ακη Σκέρτσο να ισχυρίζεται ότι δήθεν «δεν υπάρχει κάποια μελέτη που να δείχνει ότι οι εργαζόμενοι στην αστυνομία μεταδίδουν τον ιό».
Κατά τα λοιπά, πάνω στην αποτυχία της να πείσει για τη σημασία του εμβολιασμού, η κυβέρνηση θέλησε να «εξαγοράσει» τους 20άρηδες με το γνωστό χαρτζιλίκι των 150 ευρώ, αλλά στους άνω των 60 ετών επέβαλε υποχρεωτικότητα και το ταξικό πρόστιμο των 100 ευρώ, επιδιδόμενη έτσι σε νέες παλινωδίες, αφού ώς τότε ο πρωθυπουργός απέκλειε κατηγορηματικά την επιβολή «άλλων υποχρεωτικών εμβολιασμών», ενώ ο ίδιος ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης έλεγε ότι το συγκεκριμένο μέτρο για τους άνω των 60 ετών είναι αντισυνταγματικό.
Ομολογία αποτυχίας
Σημειώνεται εδώ ότι ο κ. Πλεύρης βρέθηκε υπουργός Υγείας στον ανασχηματισμό της 31.8.2021, με τον πρωθυπουργό ουσιαστικά να ομολογεί την κυβερνητική αποτυχία στο μέτωπο της πανδημίας, αλλάζοντας σύσσωμη την τότε ηγεσία του υπουργείου Υγείας, στην οποία προσπάθησε να μετακυλήσει την ευθύνη για την αποτυχία αυτή. Και η τοποθέτηση Πλεύρη στη θέση αυτή επισφράγισε την ακροδεξιά στροφή της κυβέρνησης, ενώ στα καθήκοντα του νέου υπουργού Υγείας είναι και η υλοποίηση του νεοφιλελεύθερου πρωθυπουργικού σχεδίου για το «νέο ΕΣΥ» που κινείται στη λογική της ιδιωτικοποίησης της Υγείας και περιλαμβάνει συγχωνεύσεις νοσοκομείων.
Γιατί βέβαια –παρά τα διδάγματα της πανδημίας– η κυβέρνηση παραμένει προσκολλημένη σε αυτές τις λογικές και γι’ αυτό αρνείται να ενισχύσει πραγματικά με προσλήψεις και άνοιγμα ΜΕΘ το ΕΣΥ, με τον Α. Σκέρτσο να λέει ότι «δεν υπάρχει και λόγος να δημιουργήσουμε ένα πολυτελές σύστημα Υγείας, στο οποίο μετά την πάροδο της πανδημίας θα εκλείψει ο λόγος να έχουμε πάρα πολλές ΜΕΘ». Αλλωστε ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σημασία των ΜΕΘ με την περιβόητη φράση του περί διασωληνωμένων εντός και εκτός Εντατικής, ενώ μάλιστα η κυβέρνηση είχε στα χέρια της, μήνες πριν, «σε ανώτατο επίπεδο», τη μελέτη Τσιόδρα – Λύτρα για τη ραγδαία αύξηση της θνητότητας εκτός ΜΕΘ και την ανάγκη ενίσχυσης του ΕΣΥ.
Μάλιστα ο ίδιος ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση, επιχειρώντας να βγουν από τη δύσκολη θέση, προσπάθησαν να απαξιώσουν τη μελέτη και τον ίδιο τον Σωτήρη Τσιόδρα. Αλλωστε όλον αυτόν τον καιρό η κυβέρνηση εργαλειοποιεί και υποβαθμίζει την Επιτροπή των ειδικών, την οποία βάζει να νομιμοποιεί τις δικές της αποφάσεις. Τώρα στα σκούρα την ξαναθυμήθηκε και σπεύδει να κρυφτεί από πίσω της.
Εφημερίδα Συντακτών